
Βιντεονυσταγμογράφημα - Θερμικές δοκιμασίες
Γενικά
Οι θερμικές δοκιμασίες αποτελούν ίσως την παλαιότερη διαγνωστική δοκιμασία για την αιθουσαία λειτουργία. Αν και πλέον έχουμε στη διάθεσή μας εξελιγμένα όργανα για τη χορήγηση του ερεθίσματος και την καταγραφή των απαντήσεων, οι βασικές αρχές της εξέτασης δεν έχουν αλλάξει τα τελευταία 100 χρόνια.
Οι θερμικές δοκιμασίες είναι περισσότερο χρήσιμες στη διάγνωση μονόπλευρης αιθουσαίας διαταραχής, καθώς επιτρέπει την αξιολόγηση του λαβυρίνθου της κάθε πλευράς ανεξάρτητα. Οι κινήσεις του κεφαλιού δημιουργούν φυσιολογικά ερεθίσματα του αιθουσαίου συστήματος, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι δυνατή η μεμονωμένη διέγερση του αιθουσαίου συστήματος της μίας πλευράς. Αντίθετα, ο θερμικός διακλυσμός, χορηγείται σε κάθε αυτί ξεχωριστά.
Φυσιολογία της εξέτασης
Ο ασθενής βρίσκεται σε ύπτια θέση με το κεφάλι ή το άνω μέρος του σώματος σε γωνία 30 μοιρών, σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι οριζόντιοι ημικύκλιοι σωλήνες τοποθετούνται σε κάθετη θέση. Όταν δεν υπάρχει ερέθισμα, τα νευρικά σήματα που ξεκινούν από τον αριστερό και τον δεξιό λαβύρινθο είναι περίπου τα ίδια, συνεπώς δεν υπάρχει αίσθημα κίνησης ή νυσταγμός.
Συνηθέστατα, κατά τη δοκιμασία, κάθε αυτί διεγείρεται τόσο από θερμό όσο και από το ψυχρό ερέθισμα (αέρα ή νερό). Ο θερμός διακλυσμός διεγείρει θετικά τον λαβύρινθο, ενώ ο ψυχρός αρνητικά.
Κατά τη διάρκεια του θερμού διακλυσμού, η περιοχή του ημικύκλιου σωλήνα που είναι πιο κοντά στον έξω ακουστικό πόρο θερμαίνεται. Κατά συνέπεια, η ενδόλεμφος εντός του σωλήνα γίνεται ελαφρύτερη και ανυψώνεται. Αυτό δημιουργεί πίεση στο τελικό κυπέλλιο, το οποίο κάμπτεται προς το ελλειπτικό κυστίδιο, δημιουργώντας θετική διέγερση στον ημικύκλιο σωλήνα. Στο διεγερμένο αυτί, παρατηρείται αυξημένη νευρική δραστηριότητα. Αυτό δημιουργεί στον εξεταζόμενο αίσθημα περιστροφής με φορά προς το διεγειρόμενο αυτί. Το αιθουσο-οφθαλμικό αντανακλαστικό αρχικά απομακρύνει αργά τα μάτια από το διεγειρόμενο αυτί (αργή φάση νυσταγμού), ενώ στη συνέχεια αυτά κινούνται ταχύτατα προς το διεγειρόμενο αυτί (ταχεία φάση νυσταγμού). Αν για παράδειγμα, διεγείρεται ο αριστερός ημικύκλιος σωλήνας, θα εμφανιστεί νυσταγμός με κατεύθυνση (που είναι η κατεύθυνση της ταχείας φάσης) προς τα αριστερά.
Αν το αυτί διακλυστεί με ψυχρό μέσο, η ενδόλεμφος γίνεται βαρύτερη και βυθίζεται. Το τελικό κυπέλλιο κάμπτεται με φορά αντίθετη προς το ελλειπτικό κυστίδιο, δημιουργώντας αρνητική διέγερση στον λαβύρινθο, και μείωση της εκλυόμενης νευρικής δραστηριότητας. Επειδή η τονική νευρική δραστηριότητα της πλευράς που δεν διεγείρεται είναι υψηλότερη σε σχέση αυτήν της διεγειρόμενης πλευράς, ο ασθενής αισθάνεται πως περιστρέφεται με κατεύθυνση προς το μη διεγειρόμενο αυτί, αντίθετη δηλαδή προς το διεγειρόμενο αυτί. Το αιθουσο-οφθαλμικό αντανακλαστικό θα μετακινήσει τα μάτια αρχικά αργά προς το διεγειρόμενο αυτί (αργή φάση νυσταγμού) και στη συνέχεια γρήγορα (ταχεία φάση νυσταγμού) προς την αντίθετη πλευρά.
Τα παραπάνω συνοψίζονται με τον κανόνα COWS (cold - opposite – warm - same), ο οποίος περιγράφει τη διεύθυνση του παραγόμενου νυσταγμού. Πιο συγκεκριμένα, ο ψυχρός διακλυσμός οδηγεί στην εμφάνιση νυσταγμού με κατεύθυνση αντίθετη προς το διακλυόμενο αυτί, ενώ ο θερμός διακλυσμός δημιουργεί νυσταγμό με κατεύθυνση προς το διακλυόμενο αυτί.
Οι θερμικές δοκιμασίες μπορούν να γίνουν και με τον ασθενή σε πρηνή θέση με το κεφάλι να κάμπτεται σε γωνία 30 μοιρών προς τα κάτω. Στην περίπτωση αυτή, οι οριζόντιοι ημικύκλιοι σωλήνες είναι τοποθετημένοι και πάλι στο επίπεδο της βαρύτητας, αλλά βρίσκονται αναποδογυρισμένοι σε σχέση με την προηγούμενη θέση (στραμμένοι δηλαδή κατά 180 μοίρες). Στη θέση αυτή, αν διεγερθεί το αυτί με ψυχρό διακλυσμό, η ενδόλεμφος θα γίνει και πάλι βαρύτερη και θα βυθιστεί, το τελικό κυπέλλιο όμως θα καμφθεί με κατεύθυνση αντίθετη προς την προηγούμενη, δηλαδή προς το ελλειπτικό κυστίδιο, προκαλώντας θετική διέγερση του διακλυόμενου αυτιού, αντίθετο δηλαδή αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό του ψυχρού διακλυσμού στην τυπική, ύπτια θέση διακλυσμού. Στην περίπτωση αυτή ισχύει ο κανόνας WOCS (warm – opposite – cold - same).
Υπάρχει μία μικρή διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω θέσεων. Η διέγερση μέσω θερμικού ερεθισμού έχει δύο παραμέτρους. Η πρώτη είναι μία παράμετρος εξαρτώμενη από τη βαρύτητα, που έχει ήδη περιγραφεί, ενώ η άλλη σχετίζεται με την άμεση διέγερση του νεύρου. Όταν το νεύρο ερεθίζεται με θερμό ερέθισμα, προκαλείται αύξηση της νευρικής δραστηριότητας, ενώ όταν ερεθίζεται με ψυχρό ερέθισμα, μείωση. Η δεύτερη παράμετρος έχει μικρή επίδραση, μικρότερη από αυτή της βαρύτητας, αλλά επιδρά διαφορετικά στις 2 θέσεις της κεφαλής, στις οποίες γίνεται η εξέταση. Στην συνήθη θέση εκτέλεσης θερμικών δοκιμασιών, η επίδραση του θερμικού ερεθίσματος στην βαρύτητα και στον νεύρο είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Στην πρηνή θέση, λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, μειώνοντας τη συνολική απάντηση. Συνεπώς, η ένταση του παραγόμενου νυσταγμού, στην πρηνή θέση, είναι ελαφρώς μικρότερη σε σχέση με την περίπτωση που η δοκιμασία γίνεται στην ύπτια θέση. Αυτός είναι ο λόγος που η δοκιμασία θερμικού διακλυσμού γίνεται συνήθως στην ύπτια θέση.
Πλεονεκτήματα
Σε αντίθεση με τις κινήσεις του κεφαλιού, οι θερμικές δοκιμασίες μπορούν να εκτελεστούν στον κάθε λαβύρινθο ανεξάρτητα. Αυτό επιτρέπει την αναγνώριση μονόπλευρων αιθουσαίων διαταραχών. Επίσης, ο εξοπλισμός που απαιτείται είναι φορητός και η δοκιμασία μπορεί να διενεργηθεί ακόμα και στο κρεβάτι του ασθενούς, σε αντίθεση για παράδειγμα με άλλες δοκιμασίες, όπως αυτή του περιστρεφόμενου εδράνου.
Περιορισμοί
Η αντίδραση του λαβυρίνθου δεν μπορεί να σταθμιστεί, καθώς διαφέρει από άτομο σε άτομο, αφού η αγωγή θερμότητας είναι διαφορετική μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, κυρίως για λόγους ανατομικούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αντίδραση του λαβυρίνθου στο ίδιο θερμικό ερέθισμα, να είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο ή και μεταξύ των δύο αυτιών του ίδιου ανθρώπου. Αν για παράδειγμα ένας εξεταζόμενος έχει μέγιστη αντίδραση (peak response) 20 μοιρών/δευτερόλεπτο και ένας άλλος 10 μοιρών/δευτερόλεπτο, στο ίδιο ερέθισμα, δεν μπορούμε να πούμε πως ο λαβύρινθος του ενός ατόμου είναι πιο ευαίσθητος σε σχέση με τον λαβύρινθο του άλλου, επειδή μπορεί η θερμότητα να μην άγεται τόσο αποτελεσματικά στον ένα άτομο σε σχέση με το άλλο.
Ένας άλλος περιορισμός είναι πως οι θερμικές δοκιμασίες ελέγχουν κατά βάση τους οριζόντιους ημικύκλιους σωλήνες. Τεχνικά, είναι εφικτή η τοποθέτηση του πρόσθιου και του οπίσθιου ημικύκλιου σωλήνα στο πεδίο της βαρύτητας, ώστε να διενεργηθεί η δοκιμασία, το πρόβλημα όμως είναι πως οι δύο παραπάνω σωλήνες είναι τοποθετημένοι βαθιά, εντός του κροταφικού οστού, οπότε η αγωγή θερμότητας είναι μικρή για να παραχθεί ικανή αντίδραση των λαβυρίνθων.
Ένας επιπλέον περιορισμός είναι πως οι θερμικές δοκιμασίες δημιουργούν διέγερση πολύ χαμηλής συχνότητας, που δεν αντιστοιχεί στη διέγερση του αιθουσαίου συστήματος από φυσικά ερεθίσματα, όπως η στροφή της κεφαλής. Για παράδειγμα, το περιστρεφόμενο έδρανο, δημιουργεί συχνότητα περιστροφής από 0,5 έως 1 Hz, που αντιστοιχεί σε φυσιολογικό ερέθισμα. Η συχνότητα διέγερσης του λαβυρίνθου κατά τις θερμικές δοκιμασίες είναι περίπου 0,003 Hz.
Άλλος σημαντικός περιορισμός είναι πως η εξέταση, σε κάποιους ανθρώπους, δημιουργεί σημαντική ενόχληση.
Ο τελευταίος περιορισμός είναι πως αυτό που αποτελεί πλεονέκτημα της εξέτασης, ότι ανιχνεύει δηλαδή μονόπλευρες διαταραχές του αιθουσαίου συστήματος, αποτελεί μειονέκτημα, όταν ο ασθενής παρουσιάζει αμφοτερόπλευρη διαταραχή.
Θερμικοί διακλυστές
Η χορήγηση του ερεθίσματος, θερμό ή ψυχρό, γίνεται με τη βοήθεια θερμικών διακλυστών. Υπάρχουν δύο είδη διακλυστών, αυτοί που χορηγούν νερό και αυτοί που χρησιμοποιούν αέρα. Αυτοί που λειτουργούν με νερό είναι εύκολοι στη χρήση, εκλύουν σημαντικές αντιδράσεις, αλλά αυτό έχει ως αποτέλεσμα η εξέταση να είναι αρκετά δυσάρεστη για πολλούς ασθενείς. Αντίθετα, στην κλινική μας χρησιμοποιούμε διακλυστή με αέρα, ο οποίος προκαλεί μικρότερες αντιδράσεις και κατά συνέπεια η εξέταση είναι πολύ καλύτερα ανεκτή από τους ασθενείς. Οι διακλυστές αυτοί απαιτούν μεγαλύτερη εξοικείωση και εμπειρία στη λειτουργία τους, ώστε να γίνει σωστά η χορήγηση του αέρα και να παραχθούν χρήσιμα και αξιόπιστα αποτελέσματα.
Οι συνήθεις ρυθμίσεις που χρησιμοποιούνται στους θερμικούς διακλυστές απεικονίζονται στον ακόλουθο πίνακα:
ΝΕΡΟ | ΑΕΡΑΣ | |
---|---|---|
Όγκος |
250 ml |
8 λίτρα |
Διάρκεια |
30 δευτερόλεπτα |
1 λεπτό |
Θερμοκρασία |
44°/30° ± 7°C |
50°/24° ± 13°C |
Παρατηρούμε πως οι θερμοκρασίες που χρησιμοποιούνται από τους διακλυστές με αέρα έχουν μεγαλύτερο εύρος (υψηλότερες για τον θερμό διακλυσμό και χαμηλότερες για τον ψυχρό) σε σχέση με του διακλυστές νερού, καθώς η ικανότητα αγωγής θερμότητας του αέρα είναι μικρότερη σε σχέση με αυτή του νερού.
Εξέταση
Αρχικά κλείνονται τα μάτια του ασθενούς, καθώς η εξέταση διενεργείται χωρίς όραση. Αυτό γίνεται ώστε να καταργηθεί η ικανότητα προσήλωσης του βλέμματος του εξεταζόμενου, που αν δεν καταργηθεί, μειώνεται η ένταση του παραγόμενου νυσταγμού. Η κάλυψη των ματιών γίνεται με αυτοκόλλητα που προκαλούν συσκότιση στον εξεταζόμενο, αλλά επιτρέπουν παράλληλα την παρακολούθηση και την καταγραφή των κινήσεων του δεξιού ματιού. Ο ασθενής στη συνέχεια φοράει τα ειδικά γυαλιά, στα οποία είναι προσαρμοσμένη η κάμερα καταγραφής.
Ακολουθεί ο διακλυσμός των αυτιών με αέρα, που διαρκεί 1 λεπτό, και μετά την ολοκλήρωσή του, αρχίζει η καταγραφή των κινήσεων των ματιών. Με την ολοκλήρωση του διακλυσμού, ζητείται από τον ασθενή να συμμετέχει σε κάποιες νοητικές ασκήσεις που τον κρατούν σε εγρήγορση κατά την καταγραφή των οφθαλμικών κινήσεων. O νυσταγμός φτάνει σε μία μέγιστη τιμή και αρχίζει να υποχωρεί, κάτι που συνήθως συμβαίνει 40 με 45 δευτερόλεπτα μετά το τέλος του διακλυσμού. Η καταγραφή των οφθαλμικών κινήσεων γίνεται για 2 τουλάχιστον λεπτά ή μέχρι ο νυσταγμός να υποχωρήσει.
Ως προς τη σειρά των διακλυσμών, ξεκινάμε με θερμό αέρα, διακλύζουμε το ένα αυτί, περιμένουμε να σταματήσει ο νυσταγμός και στη συνέχεια περιμένουμε άλλα 3 έως 5 λεπτά, προτού προχωρήσουμε στον επόμενο διακλυσμό, προτού δηλαδή χορηγήσουμε θερμό αέρα στο άλλo αυτί. Αυτός είναι ο χρόνος που παρεμβάλλεται μεταξύ κάθε διακλυσμού. Στη συνέχεια, χορηγούμε ψυχρό αέρα στο αυτί από το οποίο ξεκινήσαμε τους διακλυσμούς, και αφού περιμένουμε και πάλι το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, χορηγούμε ψυχρό αέρα στο άλλο αυτί. Σε κάποιες περιπτώσεις, επαρκούν τα δεδομένα που λαμβάνουμε από τον διακλυσμό με θερμό αέρα και δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε και στον διακλυσμό με ψυχρό αέρα.
Η εξέταση μπορεί να γίνει σε ενήλικες, αλλά και σε παιδιά, ηλικίας 5 ετών και άνω, ανάλογα βέβαια με τη δυνατότητα συνεργασίας που έχει κάθε παιδί.
Συλλογή δεδομένων
Κατά τη συλλογή των δεδομένων οι οριζόντιες κινήσεις των ματιών απεικονίζονται γραφικά με μία κόκκινη γραμμή, ενώ οι κάθετες με μία μωβ γραμμή. Ο βιντεονυσταγμογράφος έχει τη δυνατότητα προσδιορισμού της ταχύτητας της αργής φάσης (Slow Phase Velocity - SPV) σε πραγματικό χρόνο. Η τιμή της απεικονίζεται με πράσινο ή πορτοκαλί χρώμα. Το πράσινο χρώμα σημαίνει πως η τιμή είναι αξιόπιστη, ενώ το πορτοκαλί, πως υπάρχει μικρότερη πιθανότητα η τιμή να είναι αξιόπιστη.
Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων εντοπίζεται η μέγιστη αντίδραση για κάθε διακλυσμό (RC, RW, LC, LW) καθώς και η συνολική ανταπόκριση κάθε αυτιού (RE και LE). Αν η συνολική ανταπόκριση και στις 2 πλευρές είναι μικρότερη από 12°/δευτερόλεπτο, σημαίνει πως υπάρχει αφοτερόπλευρη υπαισθησία των λαβυρίνθων.
Η πιο σημαντική παράμετρος της εξέτασης είναι ο υπολογισμός υπαισθησίας (unilateral weakness - UW) του ενός λαβυρίνθου, ως προς τον άλλο. Δείχνει τη σχετική διαφορά στην απόκριση στα θερμικά ερεθίσματα, μεταξύ του δεξιού και του αριστερού λαβυρίνθου. Εκφράζεται σαν ποσοστό μονόπλευρης υπαισθησίας του αδύναμου ως προς το φυσιολογικό λαβύρινθο. Για παράδειγμα, λέμε πως ένας ασθενής παρουσιάζει 62% υπαισθησία του δεξιού λαβυρίνθου. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική εξέταση κατά τη διάγνωση μονόπλευρης αιθουσαίας διαταραχής (gold standard).
UW% = (RE-LW)/(RE+LE) x 100 ή [(RC+RW) - (LW+LC)]/(RC+RW+LW+LC) x 100
Ο υπολογισμός αυτής της τιμής γίνεται αυτόματα από το λογισμικό του συστήματος ICS Impulse.
Μία άλλη τιμή που συχνά υπολογίζεται κατά το βιντεονυσταγμογράφημα είναι η υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης (directional propoderance – DP). Δυστυχώς, έχει μικρή κλινική σημασία και πολλά εργαστήρια έχουν σταματήσει να την υπολογίζουν και να την χρησιμοποιούν, καθώς συχνά δίνει παραπλανητικές πληροφορίες. Η υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης είναι η σχετική διαφορά μεταξύ της νυσταγμικής κίνησης που παρουσιάζεται προς τα δεξιά και της νυσταγμικής κίνησης που παρουσιάζεται προς τα αριστερά.
DP% = (Total Rightbeat - Total Leftbeat)/(Total Rightbeat + Total Leftbeat) x 100 ή [(RW+LC) - (LW+RC)]/(RC+RW+LC+LW) x 100
Η υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης μπορεί να οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πιο κοινός παράγοντας είναι η παρουσία αυτόματου νυσταγμού (baseline shift), για τον υπολογισμό του οποίου το ICS Impulse, όπως και τα περισσότερο βυντεονυσταγμογραφικά συστήματα, έχει διαφορετικό υποσύστημα υπολογισμού, καθιστώντας τον υπολογισμό της υπεροχής νυσταγμικής κατεύθυνσης, κατά τις θερμικές δοκιμασίες, περιττό.
Σπάνια, μπορεί να παρατηρηθεί πραγματική υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης, χωρίς την παρουσία αυτόματου νυσταγμού και στην πραγματικότητα δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο το τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή, καθώς η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου είναι πολύ μικρή και έτσι δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Η πραγματική αυτή υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης ονομάζεται ασυμμετρία οφέλους (gain asymmetry).
Παθολογικά ευρήματα θερμικών δοκιμασιών
- Αμφοτερόπλευρη υπαισθησία λαβυρίνθου: Τιμές συνολικής ανταπόκρισης κάτω από 12°/δευτερόλεπτο και στα δύο αυτιά
- Μονόπλευρη υπαισθησία λαβυρίνθου: UW% > 25% (Εναλλακτικά 20% – 30%)
- Υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης: DP% > 30% (Εναλλακτικά 25% - 50%)
- Υπεραντιδραστικότητα: Total RE > 140°/δευτερόλεπτο ή Total LE > 140°/δευτερόλεπτο
Ερμηνεία των θερμικών δοκιμασιών
Οι θερμικές δοκιμασίες ελέγχουν την λειτουργία των οριζόντιων ημικύκλιων σωλήνων και του άνω αιθουσαίου νεύρου. Μονόπλευρη λαβυρινθική υπαισθησία δηλώνει την παρουσία περιφερικής αιθουσαίας βλάβης που αφορά στον οριζόντιο ημικύκλιο σωλήνα και τις απαγωγές νευρικές οδούς, στην πλευρά της ασθενέστερης ανταπόκρισης στα ερεθίσματα. Στην οξεία φάση, συνήθως συνυπάρχει σημαντικός αυτόματος νυσταγμός. Μπορεί να προκληθεί από διαταραχές που αφορούν στον λαβύρινθο, στο αιθουσαίο νεύρο ή στην αιμάτωση των παραπάνω δομών. Άλλες διαταραχές που εμφανίζονται κατά τις θερμικές δοκιμασίες είναι μη ειδικές (υπεροχή νυσταγμικής κατεύθυνσης και αμφοτερόπλευρη υπαισθησία) ή κεντρικού τύπου (υπεραντιδραστικότητα).
Απεικόνιση των ευρημάτων
Παράδειγμα αποτελεσμάτων απεικονίζεται παρακάτω:
Συνολική ανταπόκριση δεξιά (Total Right): είναι η συνολική ανταπόκριση για όλες τις θερμοκρασίες, για το δεξιό αυτί
Συνολική ανταπόκριση αριστερά (Total Left): είναι η συνολική ανταπόκριση για όλες τις θερμοκρασίες, για το αριστερό αυτί
Αυτόματος νυσταγμός (Spontaneous Nystagmus): Είναι η μέση τιμή αυτόματου νυσταγμού που λαμβάνεται υπόψιν κατά τον υπολογισμό της μονόπλευρης υπαισθησίας και της ασυμμετρίας οφέλους
Μονόπλευρη υπαισθησία (Unilateral Weakness): ποσοστό αποκρίσεων που είναι ασθενέστερες, στην πλευρά που εντοπίστηκε υπαισθησία, σε σύγκριση με το άλλο αυτί
Ασυμμετρία οφέλους (Gain Asymmetry): ποσοστό αποκρίσεων που είναι εντονότερες στη μία πλευρά σε σύγκριση με την άλλη (έχει κλινική σημασία μόνο όταν δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω της παρουσίας αυτόματου νυσταγμού)
Απεικονίζεται επίσης, ο πίνακας μεγίστων ταχυτήτων βραδείας φάση (SPV Peak), όπου απεικονίζονται οι μέγιστες νυσταγμικές ταχύτητες, ανά θερμική δοκιμασία, και το χρονικό σημείο στο οποίο επιτεύχθηκαν.
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται η απεικόνιση των ευρημάτων:
Το γράφημα που χρησιμοποιείται συνήθως για τη γραφική απεικόνιση των αποτελεσμάτων είναι το γράφημα «πεταλούδα» (Butterfly graph) που απεικονίζεται παρακάτω:
Αποτελείται από δύο διασταυρούμενες γραμμές. Η κόκκινη δείχνει τη συνολική ανταπόκριση στους θερμούς διακλυσμούς και η μπλε στους ψυχρούς. Στον κάθετο άξονα απεικονίζεται η ταχύτητα βραδείας φάσης. Ο οριζόντιος άξονας δείχνει ποσοστά λαβυρινθικής υπαισθησίας. Το κουτί στο κέντρο αναπαριστά τις φυσιολογικές τιμές. Εξ’ ορισμού οι τιμές αυτές που χρησιμοποιεί το δικό μας λογισμικό είναι ± 25% για λαβυρινθική υπαισθησία και 6°/δευτερόλεπτο για ασυμμετρία οφέλους. Οι γραμμές συνδέουν τις μέγιστες ανταποκρίσεις από τη διέγερση του δεξιού ωτός, στο αριστερό άκρο του γραφήματος, με τις μέγιστες ανταποκρίσεις από τη διέγερση του αριστερού ωτός, στο δεξιό άκρο του γραφήματος. Για να είναι φυσιολογική η αντίδραση, θα πρέπει η γραμμές να διασταυρώνονται εντός του ορθογώνιου πλαισίου στο κέντρο. Αν υπάρχει μονόπλευρη λαβυρινθική υπαισθησία άνω του 25%, η διασταύρωση των γραμμών γίνεται αριστερά και δεξιά του πλαισίου, υποδηλώνοντας παθολογική αντίδραση. Αν η διασταύρωση γίνει άνω του πλαισίου, αυτό υποδηλώνει ασυμμετρία υπέρ του δεξιού λαβυρίνθου, ενώ αν γίνει κάτω του πλαισίου, ασυμμετρία υπέρ του αριστερού λαβυρίνθου. Οι παραπάνω τιμές είναι απόλυτες και όχι διορθωμένες, ώστε να συνυπολογιστεί η παρουσία αυτόματου νυσταγμού. Συνεπώς, η αξιολόγηση της ασυμμετρίας θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη επιφυλακτικότητα.
Συμπέρασμα
Αν και οι θερμικές δοκιμασίες δεν μπορούν να προσδιορίσουν συγκεκριμένη αιτιολογία για μία διαταραχή, είναι μία από τις πιο χρήσιμες διαγνωστικές εξετάσεις για την ανίχνευση μονόπλευρης αιθουσαίας βλάβης, στην οποία εμπλέκεται ο οριζόντιος ημικύκλιος σωλήνας ή η άνω μοίρα του αιθουσαίου νεύρου. Η εισαγωγή της vHIT στη διαγνωστική φαρέτρα μας, δίνει τη δυνατότητα συνδυασμού των εξετάσεων, αυξάνοντας έτσι την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.