Αιθουσαία τοξικότητα

Τι είναι;
Ο όρος "αιθουσαία τοξικότητα" χρησιμοποιείται για να περιγράψει βλάβη στο αιθουσαίο σύστημα από τοξικά (δηλητηριώδη) φάρμακα και χημικές ουσίες. Η αιθουσαία τοξικότητα μπορεί να βλάψει τις δομές ισορροπίας στο εσωτερικό αυτί (ημικύκλιοι σωλήνες και ωτολιθοφόρα όργανα), το αιθουσαίο νεύρο (8ο εγκεφαλικό νεύρο) ή/και τους νευρώνες στις περιοχές του εγκεφάλου που βοηθούν στον έλεγχο της ισορροπίας. Η ζημιά μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη. Αν και δεν είναι μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση, οι επιπτώσεις της αιθουσαίας τοξικότητας μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των πασχόντων.
Η χρήση φαρμάκων τοξικών για το αιθουσαίο σύστημα είναι σχετικά συχνή, ιδιαίτερα σε ασθενείς με δυνητικά απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις, όπως κακοήθεις όγκους και σοβαρές λοιμώξεις. Μερικές φορές δεν υπάρχει εναλλακτική φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κίνδυνος μη χρήσης του φαρμάκου μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος από τον κίνδυνο πιθανής βλάβης στο αιθουσαίο σύστημα.
Μία ή περισσότερες παρενέργειες χιλιάδων φαρμάκων μπορεί να βλάψουν την ισορροπία. Μερικά από αυτά τα φάρμακα καταστέλλουν το αιθουσαίο σύστημα και μπορεί να το κάνουν με τρόπο που προκαλεί ζάλη και αστάθεια. Άλλα μειώνουν την αρτηριακή πίεση και προκαλούν ζαλάδα. Αυτές οι επιδράσεις είναι προσωρινές και δεν θεωρούνται αιθουσαία τοξικότητα.
Ορισμένα φάρμακα και χημικές ουσίες που βλάπτουν το αιθουσαίο σύστημα βλάπτουν επίσης το ακουστικό τμήμα του αυτιού (κοχλία). Μπορεί να προκληθεί απώλεια ακοής και εμβοές (βουητό στα αυτιά). Ωστόσο, ορισμένες τοξικές ουσίες είναι εξαιρετικά επιλεκτικές και βλάπτουν μόνο την ακοή ή την ισορροπία.
Η αιθουσαία τοξικότητα δεν έχει διερευνηθεί ευρέως. Είναι πιθανό ο αριθμός των ανθρώπων που επηρεάζονται να υποτιμάται. Ασθενείς που έχουν προβλήματα ισορροπίας ή ζάλη, αλλά δεν έχουν απώλεια ακοής μετά από έκθεση σε τοξική ουσία, μπορεί να αποδίδεται η αστάθεια ή η ζάλη τους σε διαφορετική αιτία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για πολύ άρρωστους ή ευπαθείς ασθενείς. Μπορεί να μην έχουν επίγνωση της αστάθειάς τους όταν είναι κλινήρης. Μόνο όταν επιστρέφουν στη βάδιση παρατηρούν προβλήματα ισορροπίας. Μέχρι τότε, η βλάβη μπορεί να είναι σοβαρή και μόνιμη.
Η βλάβη στο αιθουσαίο σύστημα από τοξικές ουσίες είναι σπάνια. Ενώ επηρεάζει όλες τις ηλικιακές ομάδες, ο συνολικός αριθμός των ατόμων που επηρεάζονται είναι άγνωστος. Τα αγέννητα παιδιά, τα μωρά, τα μικρά παιδιά και τα άτομα άνω των 65 ετών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Παράγοντες κινδύνου
Η συχνότητα και η σοβαρότητα της βλάβης στο αιθουσαίο σύστημα εξαρτάται από τη δοσολογία και τις ιδιότητες της ίδιας της τοξικής ουσίας. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:
- Χρονικό διάστημα που το φάρμακο ή η ουσία βρίσκεται στο σώμα.
- Ποσότητα έκθεσης.
- Πώς εισέρχεται η ουσία στο σώμα (από το στόμα, σταγόνες στο αυτί, ενδομυϊκή ένεση, ενδοφλέβια, απορρόφηση στο δέρμα ή εισπνοή).
- Αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα ή ουσίες.
- Έκθεση σε περισσότερες από μία αιθουσαίες τοξικές ουσίες ταυτόχρονα.
- Πολλαπλές περιπτώσεις έκθεσης.
- Προϋπάρχουσα αιθουσαία διαταραχή.
- Γενική φυσική κατάσταση.
- Άλλα προβλήματα υγείας, όπως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, παγκρεατική ανεπάρκεια, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και περιφερική νευροπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια, κίρρωση του ήπατος και υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση).
- Μειωμένη ικανότητα αποβολής της ουσίας, λόγω κακής νεφρικής λειτουργίας.
- Γενετική ευαισθησία ή αλλεργική αντίδραση.
- Ταυτόχρονη έκθεση σε θόρυβο και σε τοξική ουσία.
Οι ηλικιωμένοι διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Συχνά παίρνουν πολλά φάρμακα και τείνουν να τα μεταβολίζουν πιο αργά. Ως αποτέλεσμα, τα φάρμακα τείνουν να παραμένουν στο σώμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Φάρμακα τοξικά για το αιθουσαίο σύστημα δεν πρέπει να χορηγούνται σε:
- Έγκυο γυναίκα
- Άτομα με προβλήματα ακοής και/ή ηλικιωμένους, εάν υπάρχει διαθέσιμη εναλλακτική φαρμακευτική αγωγή
Αίτια
Τα φάρμακα και άλλες ουσίες που είναι γνωστό ότι προκαλούν σημαντική αιθουσαία τοξικότητα περιλαμβάνουν:
Αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά
Οι αμινογλυκοσίδες χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων από τη δεκαετία του 1940. Είναι από τα πιο τοξικά φάρμακα για το αιθουσαίο σύστημα. Λειτουργούν εμποδίζοντας τα βακτήρια να παράγουν πρωτεΐνες που απαιτούνται για την επιβίωσή τους. Συνήθως, χορηγούνται ενδοφλεβίως. Μπορούν επίσης να ληφθούν από το στόμα ή ως ωτικές σταγόνες.
Βλάβη στο αιθουσαίο σύστημα συμβαίνει σε ποσοστό έως και 15% των ασθενών που λαμβάνουν αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά. Χρησιμοποιούνται σε περίπου 3% των ασθενών που εισάγονται σε νοσοκομεία. Οι ασθενείς με κυστική ίνωση, δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού και ορισμένες χρόνιες λοιμώδεις νόσους είναι πιο πιθανό να υποβληθούν σε θεραπεία με αμινογλυκοσίδες. Μερικοί άνθρωποι έχουν μεταλλάξεις στο μιτοχονδριακό DNA που τους καθιστούν πιο ευαίσθητους στην τοξικότητα των φαρμάκων αυτών.
Τα αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά μπορούν να προκαλέσουν τόσο προσωρινή (αναστρέψιμη) όσο και μόνιμη βλάβη στις δομές ισορροπίας, στο εσωτερικό αυτί. Η βλάβη συμβαίνει πρώτα στα τριχωτά κύτταρα των ημικυκλίων σωλήνων και αργότερα στο σφαιρικό και το ελλειπτικό κυστίδιο. Ένα πρώιμο σημάδι τοξικότητας μπορεί να είναι ο νυσταγμός θέσεως (ανεξέλεγκτη γρήγορη κίνηση των ματιών). Αρχικά υπάρχει μικρή βλάβη στο αιθουσαίο νεύρο. Η τοξική επίδραση συσσωρεύεται σταδιακά μέσα σε αρκετές εβδομάδες και εξαλείφεται αργά. Μπορεί να υπάρξει καθυστέρηση στην εμφάνιση των αιθουσαίων συμπτωμάτων. Σε ορισμένους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αμινογλυκοσίδες για περισσότερες από 10 ημέρες, η βλάβη στο αιθουσαίο σύστημα μπορεί να μην είναι εμφανής παρά μόνο 1 έως 10 ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Είναι σημαντικό να παρακολουθούνται οι ασθενείς για αιθουσοτοξικές επιδράσεις έως και 6 μήνες μετά τη διακοπή της λήψης ενός αμινογλυκοσιδικού αντιβιοτικού.
Η σοβαρή τοξικότητα συνήθως προκαλεί συμμετρική αμφοτερόπλευρη αιθουσαία νόσο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τριχωτά κύτταρα μπορεί να παραμείνουν άθικτα στα ωτολιθοφόρα όργανα, είτε στο ένα είτε και στα δύο αυτιά.
Η πιθανότητα τοξικότητας των αμινογλυκοσιδών αυξάνεται όταν συγχορηγούνται άλλα φάρμακα όπως:
- βανκομυκίνη (ένα αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων)
- διουρητικά αγκύλης, όπως βουμετανίδη, αιθακρυνικό οξύ, φουροσεμίδη και τορσεμίδη (χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υψηλής αρτηριακής πίεσης)
- σισπλατίνη
- μετρονιδαζόλη (ένα αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων βακτηριακών και παρασιτικών λοιμώξεων)
Από τα αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά που έχουν εγκριθεί για χρήση, δύο είναι εξαιρετικά τοξικά για το αιθουσαίο σύστημα:
- Στρεπτομυκίνη - σε μια μελέτη, το 15% των ασθενών που έλαβαν 1 g στρεπτομυκίνης ημερησίως για φυματίωση ανέπτυξαν αιθουσαία τοξικότητα.
- Γενταμυκίνη - ευθύνεται για το 15 έως 50% των ατόμων με αμφοτερόπλευρη αιθουσαία νόσο .
Η γενταμυκίνη είναι πιο πιθανό να είναι τοξική, όταν χορηγείται σε συνδυασμό με βανκομυκίνη ή/και όταν υπάρχει παράλληλα έκθεση σε θόρυβο. Η ενδοτυμπανική έγχυση γενταμυκίνης είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για ορισμένα άτομα με νόσο του Ménière. Μπορεί να εξαλείψει εντελώς τη ζάλη. Ένα μειονέκτημα είναι ότι περίπου το 20% των ανθρώπων έχουν επιπλέον απώλεια ακοής μετά τη θεραπεία.
Η γενταμυκίνη που χορηγείται με τη μορφή ωτικών σταγόνων φαίνεται να είναι τοξική για το αιθουσαίο σύστημα, όταν χορηγείται για μεγάλες χρονικές περιόδους. Η χρήση ωτικών σταγόνων που περιέχουν γενταμυκίνη καλό είναι να αποφεύγεται στους ανθρώπους με διάτρηση τυμπάνου. Το φάρμακο μπορεί να εισέλθει στο εσωτερικό αυτί, βλάπτοντας τόσο την ακοή όσο και την ισορροπία.
Χημειοθεραπευτικά (αντινεοπλασματικά) φάρμακα με βάση την πλατίνα
Ένας αριθμός μελετών δείχνει μια σύνδεση μεταξύ της χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα, ιδιαίτερα της σισπλατίνης και της αιθουσαίας τοξικότητας, σε ορισμένους ασθενείς. Η έρευνα δείχνει ότι οι ασθενείς με προϋπάρχουσα απώλεια της αιθουσαίας λειτουργίας είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν αιθουσαία βλάβη μετά από έκθεση σε σισπλατίνη. Η τοξικότητα της σισπλαστίνης ποικίλλει σημαντικά από ασθενή σε ασθενή. Η έρευνα δείχνει ότι αυτό σχετίζεται εν μέρει με γενετικές παραλλαγές.
Διαλύτες
Οι διαλύτες είναι μια ομάδα ενώσεων που χρησιμοποιούνται συνήθως στη βιομηχανία. Οι διαλύτες έχουν τοξική επίδραση στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται πληροφορίες σχετικά με την ισορροπία και όχι στις δομές του εσωτερικού αυτιού. Οι διαλύτες επηρεάζουν τις περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν τις κινήσεις των ματιών ως απόκριση στις κινήσεις του κεφαλιού. Οι επιδράσεις των διαλυτών στο αιθουσαίο σύστημα δεν είναι τόσο καλά τεκμηριωμένες όσο οι επιδράσεις τους στην ακοή. Η συνδυασμένη έκθεση σε θόρυβο και διαλύτες είναι χειρότερη από την έκθεση μόνο σε διαλύτες. Οι ακόλουθοι, συνήθως χρησιμοποιούμενοι, διαλύτες είναι γνωστό ότι έχουν τοξική δράση στο αιθουσαίο σύστημα:
- Διισοκυανικό τολουόλιο (TDI)
Η έκθεση σε TDI γίνεται κυρίως μέσω εισπνοής, στους χώρους εργασίας. Οι κύριες επαγγελματικές ομάδες που εκτίθενται περιλαμβάνουν εργαζόμενους στη βιομηχανία πλαστικών και στην κατασκευή αυτοκινήτων. - Στυρένιο
Η έκθεση σε στυρένιο γίνεται κυρίως μέσω εισπνοής, στους χώρους εργασίας. Οι κύριες επαγγελματικές ομάδες που εκτίθενται περιλαμβάνουν τεχνικούς σέρβις αυτοκινήτων, χειριστές μηχανών επεξεργασίας πλαστικών και εργαζόμενους στη βιομηχανία επίπλων. - Τριχλωροαιθυλένιο (TCE)
Η έκθεση σε TCE γίνεται κυρίως μέσω εισπνοής και επαφής με το δέρμα σε χώρους εργασίας. Οι κύριες επαγγελματικές ομάδες που εκτίθενται είναι κυρίως εργαζόμενοι στην βιομηχανία μετάλλων.
Μεφλοκίνη
Η μεφλοκίνη είναι ένα ανθελονοσιακό φάρμακα, χρησιμοποιείται δηλαδή για την αντιμετώπιση της ελονοσίας. Η μεφλοκίνη μπορεί να προκαλέσει μόνιμη ζάλη, ίλιγγο, εμβοές και απώλεια ισορροπίας σε μερικούς ανθρώπους. Έχει επίσης σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν σχετίζονται με την ισορροπία και τη ζάλη και περιλαμβάνουν άγχος, παράνοια, κατάθλιψη, παραισθήσεις, ψυχωτική συμπεριφορά και σκέψεις αυτοκτονίας. Η μεφλοκίνη χρησιμοποιείται όταν υπάρχει αντένδειξη για τη χρήση άλλων ανθελονοσιακών φαρμάκων.
Οργανοφωσφορικά
Τα οργανοφωσφορικά είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα εντομοκτόνα. Χρησιμοποιούνται στη γεωργία, τα σπίτια και τους κήπους, καθώς και στην κτηνιατρική. Πολύ περιορισμένα δεδομένα υποδηλώνουν ότι τα οργανοφωσφορικά μπορεί να βλάψουν το αιθουσαίο σύστημα.
Βαρέα μέταλλα
Υπάρχει έρευνα που υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του μολύβδου και του καδμίου στο αίμα και της αιθουσαίας δυσλειτουργίας.
Πώς η νόσος επηρεάζει την ισορροπία και την όραση
Όταν το αιθουσαίο σύστημα δεν λειτουργεί σωστά, το αντίστοιχο σύστημα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την ισορροπία λαμβάνει λιγότερες ή καθόλου πληροφορίες από το αιθουσαίο σύστημα.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει ζάλη και αστάθεια, ειδικά εάν τα άλλα μέρη του σώματος που συμβάλλουν στην αίσθηση της ισορροπίας (το οπτικό και το ιδιοδεκτικό σύστημα) δεν μπορούν να αναπληρώσουν τις πληροφορίες που λείπουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα άτομα που πάσχουν έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα όταν είναι σκοτάδι ή όταν περπατούν σε ανώμαλο έδαφος:
- Όταν είναι σκοτάδι, ο εγκέφαλος δεν μπορεί να λάβει πληροφορίες ισορροπίας από το οπτικό σύστημα, επομένως είναι πιο δύσκολο να ισορροπήσει.
- Όταν το έδαφος είναι ανώμαλο, το ιδιοδεκτικό σύστημα δεν μπορεί να στείλει αξιόπιστες πληροφορίες στον εγκέφαλο, γεγονός που επίσης δυσκολεύει την ισορροπία και το περπάτημα.
Η αμφοτερόπλευρη βλάβη του αιθουσαίου συστήματος μπορεί επίσης να προκαλέσει ταλαντοψία, την αίσθηση δηλαδή ότι τα αντικείμενα στο οπτικό μας πεδίο αναπηδούν. Αυτό συμβαίνει επειδή το εσωτερικό αυτί δεν στέλνει πληροφορίες που απαιτούνται για τη σωστή λειτουργία του αιθουσο-οφθαλμικού αντανακλαστικό (VOR). Το VOR είναι υπεύθυνο για τη σταθεροποίηση των ματιών, όταν το κεφάλι κινείται.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα διαφέρουν από άτομο σε άτομο και εξαρτώνται από τη φύση της έκθεσης, εάν επηρεάζεται η μία ή και οι δύο πλευρές και εάν ο η βλάβη είναι ήπια ή σοβαρή.
Συμπτώματα βλάβης των δομών του εσωτερικού αυτιού που είναι υπεύθυνες για την ισορροπία περιλαμβάνουν:
- Αστάθεια, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου η όραση είναι περιορισμένη (όπως με κλειστά μάτια, σε σκοτεινά δωμάτια ή τη νύχτα) ή όταν βαδίζουμε σε ανώμαλο έδαφος.
- Ταλαντοψία (θόλωμα της όρασης με κίνηση του κεφαλιού). Αυτό το σύμπτωμα προκαλείται από τη διαταραχή του αιθουσοοφθαλμικού αντανακλαστικού, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη προσήλωση των ματιών μας στον οπτικό στόχο, όταν το κεφάλι κινείται. Για παράδειγμα, μικροκινήσεις του κεφαλιού κατά το περπάτημα μπορεί να δώσουν την αίσθηση ότι το περιβάλλον πηγαίνει πάνω-κάτω. Γυρίζοντας το κεφάλι προς τη μία πλευρά, ο πάσχων έχει την αίσθηση ότι το περιβάλλον στροβιλίζεται. Η σοβαρή ταλαντοψία μπορεί να καταστήσει αδύνατη την καθαρή όραση, ακόμη και με την παραμικρή κίνηση του κεφαλιού. Δυσκολεύει την ανάγνωση και τη συμμετοχή σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
- Αυτόματος νυσταγμός (μη ελεγχόμενες κινήσεις των ματιών) ή νυσταγμός θέσης.
- Αταξία (διαταραχή συντονισμού των εκούσιων μυϊκών κινήσεων).
Ο ίλιγγος (αίσθηση περιστροφής) και ο νυσταγμός τυπικά απουσιάζουν όταν η βλάβη επιδρά και στα δύο έσω αυτιά ταυτόχρονα, όπως όταν το σώμα έχει εκτεθεί στην αιθουσαία τοξίνη συστηματικά (με τρόπο δηλαδή που να επηρεάζει όλο το σώμα, όχι τοπικά).
Τα συμπτώματα της βλάβης στις περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τις πληροφορίες ισορροπίας που αποστέλλονται από το εσωτερικό αυτί περιλαμβάνουν:
- Αστάθεια
- Νυσταγμό θέσης
Εάν η τοξική ουσία έχει επηρεάσει επίσης το τμήμα ακοής του εσωτερικού αυτιού (κοχλίας), μπορεί να εμφανιστεί απώλεια ακοής και εμβοές .
Διάγνωση
Εάν υποψιάζεστε ότι εσείς ή κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο μπορεί να έχετε εκτεθεί σε αιθουσαία τοξίνη, μιλήστε με έναν γιατρό το συντομότερο δυνατό. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να αποτρέψει μόνιμη βλάβη.
Η διάγνωση της αιθουσαίας τοξικότητας είναι συνήθως διάγνωση αποκλεισμού. Ο γιατρός θα πάρει ένα λεπτομερές ιστορικό των προηγούμενων και των τρεχουσών ιατρικών σας καταστάσεων καθώς και των τρεχόντων συμπτωμάτων. Θα ερωτηθείτε για την προηγούμενη και την τρέχουσα χρήση φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των ωτικών σταγόνων. Μπορεί να σας ζητηθεί να συμπληρώσετε ένα ερωτηματολόγιο για να αξιολογήσουμε πώς τα συμπτώματα επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής σας.
Μπορεί να υποβληθείτε σε εξετάσεις για να επιβεβαιώσετε ένα έλλειμμα του αιθουσαίου-οφθαλμικού αντανακλαστικού (VOR), εάν υπάρχει υποψία αμφοτερόπλευρης αιθουσοπάθειας.
Ανάλογα με τα συμπτώματά σας, μπορεί να παραπεμφθείτε σε έναν ειδικό, όπως έναν ΩΡΛ ιατρό ή νευρολόγο.
Θεραπεία
Η έμφαση δίνεται στην πρόληψη και τον περιορισμό της βλάβης από τις αιθουσαίες τοξικές ουσίες. Οι στρατηγικές περιλαμβάνουν:
- Προσπάθεια αποφυγής έκθεσης σε αιθουσαίες τοξικές ουσίες. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά ένα άλλο φάρμακο, μη τοξικό.
- Χρήση της χαμηλότερης θεραπευτικής δόσης αιθουσαίας τοξικής φαρμακευτικής αγωγής, όταν είναι ιατρικά απαραίτητο και δεν υπάρχει καλή εναλλακτική.
- Περιορισμός της ταυτόχρονης έκθεσης σε πολλαπλές αιθουσαίες τοξικές ουσίες ή θόρυβο.
- Αντικατάσταση στη βιομηχανία των τοξικών ουσιών, όπου αυτό είναι δυνατό.
- Λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση της πιθανής έκθεσης σε τοξικές χημικές ουσίες, αλλάζοντας τις διαδικασίες εργασίας, τον αερισμό ή την προστασία (όπως φορώντας προστατευτικά ακοής, προστατευτικά ρούχα και μάσκες).
- Μείωση των επιπέδων θορύβου.
Όταν χαθεί μόνιμα η αιθουσαία λειτουργία εναπόκειται στον εγκέφαλο να μάθει να αντισταθμίζει αυτό το έλλειμμα χρησιμοποιώντας στοιχεία από τα μάτια και την ιδιοδεκτικότητα (δέρμα, μύες και αρθρώσεις). Οι ασθενείς με μερική βλάβη μπορεί να έχουν αυτόματη βελτίωση των συμπτωμάτων.
Η θεραπεία αιθουσαίας αποκατάστασης, ένας τύπος θεραπείας που βασίζεται στην άσκηση, είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία. Ο στόχος της είναι η εκπαίδευση του εγκεφάλου ώστε να μάθει ξανά πώς να ισορροπεί και πώς να ανταποκρίνεται σε ερεθίσματα από το αιθουσαίο και το οπτικό σύστημα. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με:
- Τη σοβαρότητα της βλάβης
- Την υγεία των άλλων τμημάτων του συστήματος ισορροπίας (οπτικό σύστημα και ιδιοδεκτικότητα)
- Αν η μία ή και οι δύο πλευρές έχουν επηρεαστεί
- Αν η βλάβη ήταν περιφερειακή (έσω αυτί) ή κεντρική (εγκέφαλος)
Τα άτομα με μονόπλευρη αιθουσαία απώλεια σημειώνουν συχνά αξιοσημείωτη βελτίωση. Όσοι έχουν αμφοτερόπλευρη απώλεια μπορεί και αυτοί να βοηθηθούν από θεραπεία αιθουσαίας αποκατάστασης.
Η ενίσχυση της ακοής (ακουστικά βαρηκοΐας) ή η κοχλιακή εμφύτευση μπορούν να βοηθήσουν άτομα με απώλεια ακοής.
Τι να περιμένουμε στο μέλλον;
Η αιθουσαία βλάβη μπορεί να επιδεινωθεί για μήνες μετά τη διακοπή της έκθεσης σε μια τοξική ουσία. Συνήθως, η βλάβη ολοκληρώνεται μέσα σε 6 μήνες από το τέλος της έκθεσης.
Τα περισσότερα άτομα με απώλεια αιθουσαίας λειτουργίας στη μία πλευρά (μονόπλευρη) θα αναρρώσουν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Περίπου το 20% θα αναπτύξει χρόνια αστάθεια και ταλαντοψία. Μπορεί να προκύψει αυτόματη βελτίωση. Η αιθουσαία θεραπεία αποκατάστασης μπορεί να βοηθήσει όλους τους πάσχοντες.
Η αιθουσαία απώλεια και στις δύο πλευρές (αμφοτερόπλευρη) είναι συνήθως μόνιμη. Δυστυχώς, τα τριχωτά κύτταρα στο εσωτερικό αυτί δεν αναπτύσσονται ξανά. Τα άτομα με αμφοτερόπλευρη απώλεια είναι επιρρεπή σε πτώσεις. Είναι δύσκολο να επιστρέψουν στις προηγούμενες σωματικές τους δραστηριότητες και η ικανότητά τους να λειτουργούν ανεξάρτητα επηρεάζεται σημαντικά.
Η έρευνα συνεχίζεται για στρατηγικές και θεραπείες που μπορεί να βοηθήσουν τους ασθενείς στο μέλλον όπως:
- Προσδιορισμός γενετικών παραλλαγών για την πρόβλεψη της σοβαρότητας των αιθουσαίων τοξικών επιδράσεων.
- Προσδιορισμός φαρμάκων με προστατευτικά δράση, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαζί με γνωστές αιθουσαίες τοξικές ουσίες για τη μείωση των επιβλαβών επιπτώσεων της θεραπείας.
- Τα αιθουσαία εμφυτεύματα είναι μια πολλά υποσχόμενη τεχνική λύση για την αποκατάσταση της ισορροπίας, για όσους έχουν αμφοτερόπλευρη αιθουσαία απώλεια.
Γεώργιος Κωνσταντινίδης MD, PhD, MRCS(Glasg), DOHNS(Glasg)
“Η ισορροπία μπορεί να
επιστρέψει στη ζωή σας”
Επικοινωνήστε μαζί μας για να κλείσετε ένα ραντεβού σήμερα.