Skip to main content

ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

© Ιατρείο Ζάλης και Ιλίγγου. All rights reserved.

Επίμονη ζάλη στάσης - αντίληψης (PPPD)

Τι είναι;

 

Η επίμονη ζάλη στάσης - αντίληψης (PPPD - Persistent Postural-Perceptional Dizziness) είναι μια κοινή αιτία χρόνιας (μακροχρόνιας) ζάλης. Είναι συνήθως θεραπεύσιμη, ειδικά αν διαγνωστεί έγκαιρα.

Συνήθως, η PPPD ενεργοποιείται από ένα επεισόδιο ιλίγγου ή ζάλης. Μετά από αυτό το πρώτο επεισόδιο, το άτομο συνεχίζει να έχει την αίσθηση κίνησης, ζάλης, ή αστάθειας που μπορεί να διαρκέσει για ώρες ή ημέρες, κάθε φορά. Αυτά τα συμπτώματα είναι παρόντα σχεδόν όλη την ώρα, αλλά μπορεί περιοδικά οι ασθενείς να αισθάνονται καλύτερα ή χειρότερα. Συγκεκριμένες στάσεις του σώματος, όπως το να κάθεται κάποιος ή να στέκεται όρθιος και να παρακολουθεί με το βλέμμα του πολύπλοκα μοτίβα ή σύνθετες κινήσεις, συχνά επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με PPPD συχνά φοβούνται μήπως χάσουν την ισορροπία τους ή πέσουν. Μπορεί να αποφεύγουν καταστάσεις που επιδεινώνουν τα συμπτώματά τους, σε σημείο που μπορεί αυτό να αρχίσει να δυσχεραίνει τη ζωή και την καθημερινότητά τους.

Η PPPD μπορεί να είναι μία πολύ απογοητευτική κατάσταση για τους ανθρώπους που την βιώνουν. Πολλοί επαγγελματίες υγείας δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με τη διερεύνηση της ζάλης, και τα συμπτώματα της PPPD μπορεί να είναι ασαφή και δύσκολο να περιγραφούν, με αποτέλεσμα συχνά η διάγνωση να καθυστερεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η PPPD μπορεί να επηρεάσει την εργασία, το σχολείο, τον ελεύθερο χρόνο και την οικογενειακή ζωή των πασχόντων.

Η PPPD ορίστηκε ως διαταραχή το 2015. Πριν από αυτό, πολλά διαφορετικά ονόματα χρησιμοποιήθηκαν για καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα, όπως φοβικός στατικός ίλιγγος (Phobic Postural Vertigo - PPV), χωρο-κινητική δυσφορία (Space-Motion Discomfort - SMD), οπτικός ίλιγγος (Visual Vertigo - VV) και χρόνια υποκειμενική ζάλη (Chronic Subjective Dizziness - CSD).

Οι ερευνητές δεν είναι σίγουροι πόσοι άνθρωποι πάσχουν από PPPD. Ωστόσο, ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι 1 στους 4 ανθρώπους που έχουν αιθουσαίο πρόβλημα, όπως η αιθουσαία νευρίτιδα , η νόσος του Ménière ή ο καλοήθης παροξυσμικός  ίλιγγος (BPPV) μπορεί να αναπτύξουν PPPD.

H PPPD μπορεί να συνυπάρχει με μια άλλη αιθουσαία διαταραχή. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να έχει τόσο τη νόσο Ménière όσο και PPPD. Βέβαια, οι περισσότεροι άνθρωποι με τη νόσο Ménière δεν θα αναπτύξουν ποτέ PPPD.

H PPPD φαίνεται να είναι πιο συνηθισμένη στις γυναίκες και συχνά εμφανίζεται σε ηλικίες μεταξύ 30 και 50.

Τι προκαλεί την PPPD;

Το σύστημα ισορροπίας του εγκεφάλου συνδυάζει πληροφορίες από πολλές πηγές, όπως:

  • το αιθουσαίο σύστημα (οι ημικύκλιοι σωλήνες  και τα ωτολιθοφόρα όργανα στο εσωτερικό αυτί), το οποίο μας βοηθάει να αντιληφθούμε ότι το κεφάλι γέρνει προς τη μία πλευρά, στρέφεται ή αλλάζει ταχύτητα κατά την κίνηση (επιταχύνει ή επιβραδύνει)
  • το σύστημα της όρασης, το οποίο μας επιτρέπει να βλέπουμε
  • το ιδιοδεκτικό σύστημα, το οποίο συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τη θέση, την πίεση, την κίνηση και τη δόνηση, από τα άκρα και το υπόλοιπο σώμα

Κανονικά, δεν λαμβάνουμε συνειδητά τις πληροφορίες από όλες αυτές τις διαφορετικές πηγές. Το σύστημα ισορροπίας συνδυάζει για εμάς στο παρασκήνιο τα παραπάνω δεδομένα και έτσι μπορούμε  να σταθούμε, να περπατήσουμε ή να γυρίσουμε το κεφάλι μας, χωρίς να χρειάζεται να σκεφτούμε για να διατηρήσουμε την ισορροπία μας. Αλλά με την PPPD, η εμπειρία δεν είναι πλέον απρόσκοπτη. Αρχίζουμε να παρατηρούμε τα διαφορετικά ερεθίσματα, ειδικά αν δεν συμφωνούν όλα μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να μας κάνει να αισθανθούμε ότι κινούμαστε όταν στεκόμαστε ακίνητοι ή ότι πρόκειται να πέσουμε.

Εάν ο εγκέφαλος πιστεύει ότι μπορεί να κινδυνεύσουμε να πέσουμε, αντιδρά αυτόματα για να μας προστατεύσει. Σκεφτείτε πώς αισθανόμαστε όταν περπατάμε στον πάγο ή στεκόμαστε σε μια σκάλα: το σώμα μας σκληραίνει, κάνουμε πιο σύντομα βήματα και εστιάζουμε στο να μείνουμε όρθιοι. Ταυτόχρονα, το σύστημα ισορροπίας χρησιμοποιεί λιγότερες πληροφορίες από το αιθουσαίο σύστημα και περισσότερες από το σύστημα της όρασης. Κανονικά, όταν τελειώσει ο κίνδυνος πτώσης, όταν π.χ. σταματήσουμε να περπατούμε σε παγωμένη επιφάνεια, το σύστημα ισορροπίας επιστρέφει στο φυσιολογικό. Αλλά σε ανθρώπους που πάσχουν από PPPD, ο εγκέφαλος παραμένει σε κατάσταση "υψηλού κινδύνου", ακόμα και αν δεν απειλείται η ισορροπία μας. Αυτό προκαλεί έναν φαύλο κύκλο:

  • ανησυχούμε για την πτώση και δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στη διατήρηση της ισορροπίας μας
  • ο εγκέφαλος παραμένει σε εγρήγορση και βασίζεται περισσότερο στα οπτικά ερεθίσματα
  • Πολύπλοκα οπτικά μοτίβα και κίνηση, υποδηλώνουν ότι μπορεί να κινδυνεύουμε να πέσουμε

Αυτή η περιγραφή μπορεί να δημιουργεί τη λανθασμένη εντύπωση πως η PPPD είναι "απλά στο μυαλό μας", αλλά τα συμπτώματα είναι πραγματικά. Η PPPD έχει κάποια κοινά σημεία με τις αγχώδεις διαταραχές, αλλά δεν είναι ψυχιατρική διαταραχή. Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει διαφορές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου σε άτομα με PPPD, σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν PPPD. Αυτές οι διαφορές μπορεί να δυσκολέψουν τον εγκέφαλο να ενσωματώσει διαφορετικές πηγές πληροφοριών και να αξιολογήσει σωστά τις απειλές.

Η PPPD συνήθως ενεργοποιείται από ένα πρώτο επεισόδιο ιλίγγου ή αστάθειας. Αυτό το πρώτο επεισόδιο μπορεί να προκληθεί από πολλά διαφορετικά πράγματα που διαταράσσουν το σύστημα ισορροπίας, όπως:

  • αιθουσαία προβλήματα, όπως η νόσος Ménière, η αιθουσαία νευρίτιδα ή ο καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος θέσεως (BPPV)
  • αιθουσαία ημικρανία
  • ήπια διάσειση

Ένα πρώτο επεισόδιο ιλίγγου ή αστάθειας μπορεί επίσης να προκληθεί από ψυχολογικό γεγονός, όπως άγχος ή κρίση πανικού. Οι κρίσεις πανικού και το άγχος μπορεί να μας προκαλέσουν σωματικά συμπτώματα, όπως ζάλη, ταχυκαρδία, δύσπνοια, εφίδρωση, τρόμο, μυϊκή ένταση, κούραση ή ναυτία.

Συμπτώματα

Η PPPD μπορεί να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα, όπως:

  • μη περιστροφικό ίλιγγο (περιγράφεται σαν ταλάντωση ή κίνηση, ακόμα και όταν καθόμαστε ή στεκόμαστε ακίνητοι)
  • αστάθεια
  • ζάλη (θόλωση της συνείδησης ή αίσθημα λιποθυμίας)
  • ήπιο αίσθημα απόσπασης ή αποσύνδεσης (αίσθηση του ότι κάποιος αιωρείται ή δεν έχει επαφή με τον χώρο γύρω του)

Αυτά τα συμπτώματα παρουσιάζονται τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, για τουλάχιστον τρεις μήνες. Μπορεί να διαρκούν για ώρες κάθε φορά. Μπορεί να μην εμφανίζονται κάθε μέρα.

Πολλοί άνθρωποι με PPPD δυσκολεύονται να περιγράψουν τα συμπτώματά τους. Οι άνθρωποι συχνά νιώθουν αποσυντονισμένοι ή ότι δεν αισθάνονται «ο εαυτός τους».

Τα άτομα με PPPD συχνά αισθάνονται χειρότερα όταν:

  • στέκονται ή κάθονται
  • βλέπουν κίνηση, όπως όταν «σκρολάρουν» στο τηλέφωνό τους ή σε μία οθόνη, παρακολουθούν τηλεόραση, κοιτούν την κίνηση στον δρόμο ή βλέπουν πολλούς ανθρώπους να περπατούν ταυτόχρονα, όπως για παράδειγμα σε ένα εμπορικό κέντρο σε ώρα αιχμής
  • παρακολουθούν περίπλοκα μοτίβα, όπως ένα χαλί, μία ταπετσαρία ή όταν περπατούν σε έναν  διάδρομο σούπερ μάρκετ
  • περπατούν ή επιβαίνουν σε αυτοκίνητο

Τα συμπτώματα μερικές φορές γίνονται χειρότερα εάν το άτομο είναι κουρασμένο ή δίνει μεγαλύτερη προσοχή στα συμπτώματα και καλύτερα εάν αποσπάται η προσοχή του. Συνήθως είναι επίμονα (συνεχίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα).

Τα συμπτώματα μπορεί να είναι διαφορετικά ανά περίπτωση, ανάλογα με το τι προκάλεσε αρχικά την PPPD:

  • Στην περίπτωση ενός οξέος ή ενός περιοδικά εμφανιζόμενου προβλήματος, τα συμπτώματα PPPD μπορεί να ξεκινήσουν, όταν το αρχικό πρόβλημα αρχίσει να βελτιώνεται. Μπορεί να αυξομειώνονται στην αρχή και μετά να γίνονται επίμονα.
  • Εάν προκλήθηκε από ένα χρόνιο πρόβλημα (ένα που δεν υποχωρεί), τα συμπτώματα της PPPD μπορεί να αναπτυχθούν αργά και σταδιακά να επιδεινωθούν.

Τα άτομα με PPPD μπορεί να αναπτύξουν άλλα σχετικά προβλήματα, όπως:

  • δυσκαμψία του αυχένα
  • προβλήματα βάδισης
  • κόπωση
  • φόβο πτώσης
  • άγχος ή αποφυγή δραστηριοτήτων που τους προκαλούν ζάλη, όπως παραμονή σε μέρη με πολύ κόσμο ή ακόμα και κοινωνικές εξόδους

Διάγνωση

Η PPPD μπορεί να διαγνωστεί από γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης ή ειδικό ιατρό, όπως νευρολόγο, ωτορινολαρυγγολόγο ή ψυχίατρο.

Δεν υπάρχει καμία δοκιμασία που να είναι ειδική για την PPPD. Παρόλα αυτά, η PPPD δεν είναι διάγνωση αποκλεισμού, μια διάγνωση δηλαδή που γίνεται όταν δεν μπορεί να βρεθεί άλλη αιτία που να δικαιολογεί τα συμπτώματα. Αντίθετα, η διάγνωση βασίζεται σε κλινικά κριτήρια.

Ο γιατρός θα κάνει ερωτήσεις σχετικά με τα συμπτώματα. Η ζάλη και ο ίλιγγος δεν είναι πάντα εύκολο να περιγραφούν από τους πάσχοντες. Οι ασθενείς θα πρέπει να προσπαθήσουν να είναι όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένοι για τα συμπτώματά τους και πότε γίνονται καλύτερα ή χειρότερα.

Ο γιατρός θα κάνει επίσης ερωτήσεις που αφορούν στο ιατρικό ιστορικό, συμπεριλαμβανομένων τυχόν φαρμάκων που λαμβάνονται. Οι παρενέργειες από τη φαρμακευτική αγωγή ή τις αλλαγές στη δόση μπορεί μερικές φορές να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με την PPPD.

Διαγνωστικές εξετάσεις στις οποίες μπορεί να υποβληθεί κανείς είναι:

  • γενική κλινική εξέταση
  • δοκιμασίες αιθουσαίας λειτουργίας
  • δοκιμασίες ισορροπίας
  • αιματολογικές εξετάσεις
  • απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική ή μαγνητική τομογραφία)

Η PPPD μπορεί να επικαλύπτεται και να συνυπάρχει με άλλες αιθουσαίες διαταραχές, όπως η νόσος Ménière, η παρουσία των οποίων θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί διαγνωστικά.

Κλινικά κριτήρια για την PPPD

Για να διαγνωστεί με PPPD, ένα άτομο πρέπει να έχει όλα τα ακόλουθα:

  • Συμπτώματα ζάλης, αστάθειας ή μη περιστροφικού ιλίγγου, τις περισσότερες μέρες του μήνα, για τουλάχιστον τρεις μήνες. Τα συμπτώματα διαρκούν συνήθως ώρες, αλλά μπορεί περιοδικά να αυξάνονται ή να υποχωρούν σε σοβαρότητα. Τα συμπτώματα δεν χρειάζεται να υπάρχουν συνεχώς, καθόλη τη διάρκεια της ημέρας.
  • Τα επίμονα συμπτώματα συμβαίνουν χωρίς συγκεκριμένη πρόκληση, αλλά επιδεινώνονται από τρεις παράγοντες: όρθια στάση, κίνηση και έκθεση σε κινούμενα οπτικά ερεθίσματα ή πολύπλοκα οπτικά μοτίβα.
  • Η διαταραχή προκαλείται από γεγονότα που προκαλούν ίλιγγο, αστάθεια, ζάλη ή προβλήματα ισορροπίας, συμπεριλαμβανομένων οξέων ή χρόνιων αιθουσαίων συνδρόμων, άλλων νευρολογικών ή ιατρικών ασθενειών και ψυχολογικής δυσφορίας.
  • Τα συμπτώματα προκαλούν σημαντική δυσφορία ή λειτουργική βλάβη.
  • Τα συμπτώματα δεν εξηγούνται καλύτερα από άλλη ασθένεια ή διαταραχή.

Θεραπεία

Μόλις τεθεί η διάγνωση, το πρώτο βήμα στη θεραπεία είναι να βοηθηθεί ο ασθενής να κατανοήσει τι προκαλεί την PPPD και πώς ο εγκέφαλος λανθασμένα ερμηνεύει φυσιολογικά ερεθίσματα ισορροπίας ως απειλή. Η γνώση του τι συμβαίνει θα βοηθήσει τους ασθενείς να νιώσουν καλύτερα και θα τους κινητοποιήσει για την πιο ενεργή συμμετοχή τους στην θεραπεία τους.

Η θεραπεία για την PPPD περιλαμβάνει συνήθως την "επανεκπαίδευση" του εγκεφάλου, μέσω ενός συνδυασμού αιθουσαίας αποκατάστασης, στρατηγικών αντιμετώπισης του άγχους, φαρμακευτικής αγωγής και γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας (CBT). Ιδανικά, απαιτείται μία διεπιστημονική ομάδα ειδικών που συνεργάζονται για τη θεραπεία του ασθενή. Τόσο η αιθουσαία αποκατάσταση όσο και η CBT απαιτούν εξάσκηση και προσπάθεια από τον ίδιο τον πάσχοντα. Οι θεραπευτές διδάσκουν τις δεξιότητες που απαιτούνται, αλλά οι ασθενείς είναι αυτοί που πρέπει να τις εφαρμόσουν.

Αιθουσαία αποκατάσταση

Η αιθουσαία αποκατάσταση είναι ένα πρόγραμμα θεραπείας που βασίζεται στην χρησιμοποίηση ειδικών ασκήσεων για την αντιμετώπιση της ζάλης. Ο στόχος είναι να επανεκπαιδευτεί ο εγκέφαλος πώς να ισορροπεί και πώς να ανταποκρίνεται σωστά σε φυσιολογικά ερεθίσματα, που προέρχονται από το οπτικό και αιθουσαίο σύστημα. Ένας αιθουσαίος θεραπευτής, με εμπειρία στην PPPD, μπορεί να σας βοηθήσει να ορίσετε στόχους θεραπείας και να σχεδιάσετε ένα προσαρμοσμένο πρόγραμμα για να καλύψετε τις ανάγκες σας.

Η αιθουσαία αποκατάσταση για PPPD μπορεί να περιλαμβάνει:

  • Ασκήσεις προσαρμογής  για τον συντονισμό του  αιθουσαίο-οφθαλμικού αντανακλαστικού (VOR) . Το VOR μας δίνει τη δυνατότητα να διατηρούμε εστιασμένους τους οπτικούς στόχους, ακόμα και όταν το κεφάλι κινείται. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ασκήσεων προσαρμογής.
  • Οι ασκήσεις σταθεροποίησης του βλέμματος  περιλαμβάνουν τη κίνηση του κεφαλιού, διατηρώντας τα μάτια συγκεντρωμένα σε έναν στόχο. Είναι φυσιολογικό, κατά την εκτέλεση των ασκήσεων να ζαλιζόμαστε ή να χάνεται για λίγο η εστίαση στον στόχο.
  • Ασκήσεις εξοικείωσης, που έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν την υπερευαισθησία του νευρικού συστήματος σε οπτικά ερεθίσματα, η οποία προκαλεί τη ζάλη. Βοηθούν τον εγκέφαλο να μάθει να αγνοεί κινήσεις ή καταστάσεις που προκαλούν ζάλη. Αυτό γίνεται μέσω επαναλαμβανόμενης, ελεγχόμενης έκθεσης σε ερεθίσματα, όπως πολύπλοκα μοτίβα και πολυάσχολα περιβάλλοντα. Οι ασκήσεις μπορούν να εκτελεστούν τόσο σε εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς χώρους. Περιλαμβάνουν σύντομες επισκέψεις σε μέρη που προκαλούν συμπτώματα, όπως παντοπωλεία ή εμπορικά κέντρα.
  • Οι ασκήσεις επανεκπαίδευσης ισορροπίας  γίνονται, ενώ ο ασθενής στέκεται σε διαφορετικές επιφάνειες και με όλο και πιο στενές βάσεις στήριξης. Είναι χρήσιμες για τη βελτίωση της σταθερότητας στην εκτέλεση δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, καθώς και για τη μείωση του  κινδύνου πτώσης.
  • Ασκήσεις ισορροπίας με κλειστά μάτια. Αυτές βοηθούν στη μείωση της εξάρτησης από τα μάτια για την επίτευξη ισορροπίας, ενθαρρύνοντας τη χρήση του αιθουσαίου συστήματος.
  • Ασκήσεις ενδυνάμωσης,  για τη βελτίωση της μυϊκής ισχύος του σώματος.
  • Ασκήσεις που βελτιώνουν τη βάδιση, για παράδειγμα προπόνηση με διάδρομο και εκμάθηση βάδισης σε ασταθείς επιφάνειες.
  • Ασκήσεις που βελτιώνουν το εύρος της κίνηση, εάν ο ασθενής περιορίζει την κίνηση του κεφαλιού ή του σώματος, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τη ζάλη.
  • Ασκήσεις αναπνοής και χαλάρωσης, οι οποίες βοηθούν στη ρύθμιση του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
  • Περπάτημα και άλλες αεροβικές δραστηριότητες .

Είναι πολύ σημαντικό οι ασκήσεις να εκτελούνται αρχικά πιο χαλαρά, και σταδιακά να προσθέτουμε σε ένταση και διάρκεια.

Οι ασκήσεις θα πρέπει να εκτελούνται με έναν προσεκτικό, ελεγχόμενο τρόπο, χωρίς επιπλέον μυϊκή ένταση και να σταματούν πάντα, όταν τα συμπτώματά αυξάνονται. Είναι χρήσιμο να βαθμολογούνται τα συμπτώματα πριν την έναρξη της άσκησης. Ξεκινώντας την άσκηση, όταν θεωρηθεί πως η ένταση των συμπτωμάτων έχει ανέβει κατά 2 βαθμίδες, σταματούμε, ξεκουραζόμαστε και αφήνουμε τα συμπτώματα να επιστρέψουν στην αρχική τους κατάσταση, προτού προχωρήσουμε σε οτιδήποτε άλλο. Στο ενδιάμεσο των ασκήσεων, προκειμένου να μειωθούν τα συμπτώματα, βοηθά ιδιαίτερα η χρήση τεχνικών χαλάρωσης.

Εάν στην αρχή προσπαθήσει ο ασθενής να πετύχει πάρα πολλά, πολύ σύντομα, τα συμπτώματα της PPPD μπορεί να επιδεινωθούν. Πολύτιμος, είναι ο ρόλος ενός αιθουσαίου θεραπευτή, ο οποίος παρακολουθεί την πρόοδο που επιτυγχάνεται. Η συχνότητα, η διάρκεια και η πολυπλοκότητα των ασκήσεων αυξάνεται σταδιακά με βάση την ανταπόκριση του ασθενούς. Η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες.

Φαρμακευτική αγωγή

Σε κλινικές δοκιμές για τη χρήση SSRIs (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης) και SNRIs (αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης νορεπινεφρίνης) σε ασθενείς με PPPD:

  • Τα πρωτογενή συμπτώματα μειώθηκαν τουλάχιστον κατά το ήμισυ, στο 60% -70% των ασθενών που συμμετείχαν στις δοκιμές και στο 80% των ασθενών που ολοκλήρωσαν τουλάχιστον 8-12 εβδομάδες θεραπείας.
  • Τα ποσοστά εγκατάλειψης, λόγω δυσανεξίας στα φάρμακα, ήταν κατά μέσο όρο 20% (οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν ναυτία, διαταραχή του ύπνου και σεξουαλική δυσλειτουργία).

Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε ένα SSRI έχουν μια καλή πιθανότητα να ανταποκριθούν σε ένα άλλο. Σπάνια, παρατηρήθηκε αυξημένη ζάλη και βελτιώθηκε το συνολικό άγχος και η κατάθλιψη. Η θεραπεία πρέπει να διατηρείται για τουλάχιστον ένα έτος ή περισσότερο, για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα υποτροπής.

Οι βενζοδιαζεπίνες και άλλα αιθουσαία κατασταλτικά δεν είναι αποτελεσματικά ως πρωταρχική θεραπεία για την PPPD.

Γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία

Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Συνήθως, διαρκεί για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και επικεντρώνεται σε έναν συγκεκριμένο στόχο.

Η CBT επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ των σκέψεων (γνώσης) και της συμπεριφοράς μας. Η γνώση περιλαμβάνει τις συνειδητές σκέψεις μας (οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχό μας), τις αυτόματες σκέψεις μας (που μπορεί να μην είναι υπό τον έλεγχό μας) και τις βασικές μας πεποιθήσεις (γνωστές ως σχήματα). Το CBT μας διδάσκει πώς να:

  • εντοπίσουμε και να προσδιορίσουμε τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις μας
  • εξετάσουμε τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις μας από διαφορετικές οπτικές γωνίες
  • αλλάξουμε τα πρότυπα συμπεριφοράς μας

Ως προς την PPPD, οι στόχοι της CBT είναι να μας βοηθήσουν να:

  • διαχειριστούμε το άγχος
  • αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα, όταν εμφανιστούν
  • σταματήσουμε να αποφεύγουμε καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συμπτώματα
  • αποκτήσουμε αυτοπεποίθηση

Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ακόμη και 3 συνεδρίες CBT βοηθούν στη βελτίωση των συμπτωμάτων σε 3 στους 4 ασθενείς με PPPD.

Άλλες μορφές διαχείρισης άγχους, όπως η μείωση του στρες που βασίζεται στη συνειδητότητα (mindfulness), μπορεί επίσης να είναι ευεργετικές στη θεραπεία της PPPD.

Πρόγνωση

Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει μεγάλη έρευνα σχετικά με την πιθανότητα αποκατάστασης για τους πάσχοντες από PPPD. Η αιθουσαία αποκατάσταση φαίνεται να βοηθά πολλά άτομα, ειδικά εάν συνδυάζεται με την εκπαίδευση των ασθενών και τη διαχείριση του άγχους.

Η PPPD μπορεί να μην εξαφανιστεί ποτέ εντελώς, αλλά οι δεξιότητες που μαθαίνει κανείς κατά την αιθουσαία αποκατάσταση και την CBT βελτιώνουν τα συμπτώματα και βοηθούν τους ασθενείς να επιστρέψουν στις κανονικές τους δραστηριότητες.

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Γεώργιος Κωνσταντινίδης MD, PhD, MRCS(Glasg), DOHNS(Glasg)

“Η ισορροπία μπορεί να
επιστρέψει στη ζωή σας”

Επικοινωνήστε μαζί μας για να κλείσετε ένα ραντεβού σήμερα.